Γράφει η Νατάσα Τσιτλακίδου.
Με περηφάνια και δίχως προκατάληψη
Μέρος Β΄

Σε συνέχεια του προηγούμενου κειμένου μου, περί χρυσών στιγμών της τηλεόρασης, θα ήθελα να αναφερθώ σε μία σειρά της ΕΡΤ1, η οποία κάθε Πέμπτη στις 10 το βράδυ, μας γυρίζει αρκετές δεκαετίες πίσω. «Τα καλύτερά μας χρόνια» της Όλγας Μαλέα, είναι μία σειρά, που οι ήρωές της, μοιάζουν να είναι πραγματικά βγαλμένοι από τα τέλη της δεκαετίας του 60’.
Εξαίρετες ερμηνείες, όμορφες εικόνες, όμορφες μουσικές, αλλοτινές, δύσκολες, μα πιο ανθρώπινες εποχές.

Αγαπημένη μου σκηνή, όταν στο δεύτερο επεισόδιο, ο μικρός γιος της οικογένειας, ο Άγγελος, αποφασίζει, έπειτα από διάφορες περιπέτειες, ότι τελικά, δεν θα γίνει μουσουλμάνος και με τη «βοήθεια» της γιαγιάς Ερμιόνης γίνεται νονός. Όπως αφηγείται την ιστορία του μικρού Άγγελου -ως ενήλικας πλέον- ο λατρεμένος μου ηθοποιός, Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, αναφέρει μεταξύ άλλων, που συνέβησαν εκείνη την ημέρα: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ, τη συγκίνηση που ένιωσα όταν είδα τον πατέρα μου, να περπατά καμαρωτός, με εκείνα τα ολοκαίνουργια παπούτσια, που ήταν τόσο μαύρα και γυαλιστερά σα μελιτζάνες. Τη μάνα μου με ένα ταγιέρ που μεταποίησε και ήταν φτυστή η Τζάκι Ωνάση και τη γιαγιά μου που είχε βάλει κραγιόν μέχρι τα δόντια και ήταν μέσα στη χαρά, και ας είχε ξεπαραδιαστεί για να γίνουν τα βαφτίσια. Ενώ εγώ φορούσα ένα κουστουμάκι που έφτιαξε η μάνα μου από το μπλε το κουβερλί και παπιγιόν από μια γραβάτα του μπαμπά. Εκείνη τη στιγμή ήμασταν όλοι μαζί! Ήμασταν οι πιο πλούσιοι του κόσμου».

Σε κάθε της επεισόδιο, μια γλυκιά νοσταλγία και μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια «ξεφυτρώνουν» απρόσμενα, μέσα στην καρδιά. Γεννήθηκα λίγα χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 70’.

Και εγώ θυμάμαι την πρώτη μας τηλεόραση και ας μην της είχαμε δώσει τόσο ωραίο όνομα, όπως το Ουρανία -βλέπε σειρά-. Ασπρόμαυρη με δύο κουμπιά που γύριζες για να πιάσεις δύο σταθμούς-όλους κι όλους- και να ρυθμίζεις τον ήχο.

Επάνω της, το τσιγκελωτό σεμεδάκι από την προίκα της μαμάς και ένα μπιμπελό. Τα Χριστούγεννα, όταν στολίζαμε το δέντρο, επάνω της το βάζαμε, έτσι για να ’χει περίοπτη θέση, εξάλλου ήταν και μια στάλα. Οι ταπετσαρίες στους τοίχους. Τα δύο διαφορετικά σαλόνια, το καλό και το πρόχειρο, τα κάδρα με τα κεντήματα, η σόμπα πετρελαίου, οι κόκκινες φλοκάτες, τα κεντητά μαξιλάρια. Τα παντελόνια καμπάνα του μπαμπά και της μαμάς. Οι μπορντό δερμάτινες μπότες της μαμάς. Τα μαύρα γυαλιστερά μαλλιά της και τα μαύρα αμυγδαλωτά γεμάτα λάμψη μάτια της. Τα σγουρά μαύρα μαλλιά του μπαμπά μου, τα μελιά του μάτια -πάντοτε κρυμμένα πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιών μυωπίας-, το μαύρο του μουστάκι που με γαργαλούσε κάθε φορά που μου έδινε φιλάκι.

Περίμενα πώς και πώς, την ώρα που θα γυρνούσε από τη δουλειά. Κάθε μεσημέρι ξάπλωνα στο πάτωμα και παρίστανα την «Ωραία κοιμωμένη». Τότε ερχόταν ο μπαμπάς μου και με ένα του φιλί, κατάφερνε πάντα να με ξυπνάει. Κάθε πρωί πριν φύγουμε για το σχολείο, εγώ και ο αδερφός μου χωνόμασταν μέσα στη ζεστή, ροζ, μακριά, απαλή ρόμπα της μαμάς. Βάζαμε τα χεράκια μας για να ζεσταθούν κάτω από τις μασχάλες της και η μαμά μας τραγουδούσε με τη γλυκιά φωνή της, «Έχω δυο πουλάκια, μες στα δυο χεράκια πέταξε το ένα, πέταξε και τ’ άλλο, γύρισε το ένα, γύρισε και τ’ άλλο».
Ναι, αυτά όντως ήταν τα καλύτερά μας χρόνια! Μπορεί τα χρόνια να πέρασαν και οι καιροί να άλλαξαν -έγιναν πιο εύκολοι πιο δύσκολοι δεν ξέρω…- ας μην αφήσουμε όμως, τα δικά μας παιδιά, χωρίς όμορφες και τρυφερές αναμνήσεις.
Μην αφήνετε τις μέρες να κυλάνε άσκοπα και άπραγα. Φτιάξτε ομορφιές, φτιάξτε στιγμές, φτιάξτε μνήμες!