
Όταν αποφάσισα να γράψω αυτό το κείμενο, όλα ήταν λες και τα είχα ζήσει εχθές. Οι πρώτες διακοπές χωρίς γονείς, το πρώτο φιλί, το πρώτο ξημέρωμα στην παραλία, το πρώτο βραδινό μπάνιο με φίλους, το πρώτο μεθύσι. Και ακολούθησαν τόσο πολλά. Μπορεί όχι “πρώτα” αλλά στον Αρμενιστή όλα έτσι μοιάζουν. Σαν να είναι η πρώτη φορά. Σαν να μην υπήρξε προηγούμενη και σαν να μην είναι να υπάρξει και επόμενη. Λίγο το ότι παγώνει ο χρόνος, λίγο το ότι έρχεται εκείνη η ώρα που είναι απόλυτο σκοτάδι, το μόνο φως αχνοφαίνεται από το beach bar στο βάθος, κι εσύ έχεις να κάνεις μόνο με τα άστρα και αυτήν την παρέα που επέλεξες να μοιραστείς το βράδυ σου.
Ο Αρμενιστής έχω καταλήξει ότι είναι…στιγμές. Αυτές που φεύγοντας στριμώχνεις στη βαλίτσα σου για να μπορείς να αντέξεις τον χειμώνα που έρχεται. Εμένα να φανταστείς, αυτές οι στιγμές με “στηρίζουν” ώρες-ώρες, ακόμα και δέκα χρόνια μετά. Κι όμως, τόσα πέρασαν από την τελευταία φορά μου εκεί.
Επειδή στον Αρμενιστή δεν έχεις να διαχειριστείς μόνο τις πρώτες φορές. Αλλά και τις τελευταίες. (Αν ήταν οι τελευταίες, ποιος ξέρει πραγματικά;). Την τελευταία που χόρεψες μέχρι τελικής πτώσης, την τελευταία που γέλασες μέχρι να σε πονέσει η κοιλιά σου, την τελευταία που “τίποτα δεν σε ένοιαζε”, που τίποτα “δεν σε φόβιζε”, που τίποτα δεν σε περιόριζε, που τίποτα δεν σε φρέναρε.
Στον Αρμενιστή ερωτεύεσαι.
Στον Αρμενιστή ταξιδεύεις.
Στον Αρμενιστή παίρνεις αποφάσεις ζωής.
Στον Αρμενιστή ωριμάζεις. Έρχεσαι αντιμέτωπος με τον εαυτό σου. Με τα όριά σου. Με τα “θέλω” σου. Με το άπλετο φως. Με το καθησυχαστικό σκοτάδι. Με τον καυτό ήλιο. Με το φεγγάρι, εκείνο το υπέρλαμπρο φεγγάρι, που σου κόβει την ανάσα.

Στον Αρμενιστή ενηλικιώθηκα. Άκουσα τη σοκαριστική είδηση για το χωρισμό των γονιών ενός φίλου, έκανα διαγωνισμό μεθυσμένη για το ποιος θα φτάσει πρώτος μέχρι τη βάρκα κολυμπώντας (και κέρδισα-ενστάσεις δεν γίνονται δεκτές), είπα “σε αγαπώ” και κατά κάποιον τρόπο μου είπαν “αντίο”.
Πότε πέρασαν δέκα ολόκληρα χρόνια; Γιατί είναι λες και ήμασταν χθες εκεί; Εκεί που στήναμε σκηνή, εκεί που δίναμε ραντεβού για κρέπα, εκεί που γινόμουν κόκκινη σαν τον @@@ της μαϊμούς, εκεί που συζητούσαμε μέχρι πρωίας, εκεί που μας έστελναν τους φύλακες-ποδηλάτες να μας επαναφέρουν στην τάξη, όταν μας έπιαναν τα πνιχτά χαχανητά και τίποτα δεν μπορούσε να μας συνεφέρει. Εκεί που μετά από κάποια ώρα, χωρίς μουσική, σηκωνόμασταν και χορεύαμε συρτάκι στα καλά καθούμενα…
Και κάπου εκεί, τώρα που το ξανασκέφτομαι, άφησα ένα κομμάτι μου.
Για να το ξανασυναντήσω όταν επιστρέψω στον τόπο του…εγκλήματος, μια δεκαετία μετά, που τίποτα δεν θα είναι πια ίδιο με τότε.
Τώρα που θα τρέχει ο Άλκης κι εμείς θα προσπαθούμε να τον πιάσουμε ανάμεσα σε ομπρέλες και λουόμενους. Τώρα που δεν θα μπορώ να πιω μέχρι να ζαλιστώ. Τώρα που δε θα μπορώ να χορέψω μέχρι να φύγει και ο τελευταίος άνθρωπος από την παραλία. Τώρα που δε θα μπορώ να πω σε όλους να φύγουν για να κάτσω να απολαύσω μόνη μου το ξημέρωμα.
Τώρα που είμαι άλλη. Μα πάντα εκείνη.
Τώρα που τίποτα δεν είναι ίδιο. (μα αυτό είναι ίσως που κάνει “φυλακτό ζωής” το τότε…)
Τώρα που όλα μετράνε αλλιώς. Ένα “αλλιώς” που συνειδητά επιλέγει κανείς, που συνειδητά αγαπάει κανείς, που συνειδητά συμπορεύεται κανείς μαζί του.
Αν δεν έφτασες ακόμα στο “αλλιώς” σου, μη ξεχάσεις να κάνεις μια στάση στον Αρμενιστή κι εσύ. Αλλάζει ζωές. Ποιος ξέρει; Μπορεί και τη δική σου…
*Αυτό το κείμενο γράφτηκε και μετά σβήστηκε και μετά ξαναγράφτηκε και στο τέλος ξανασβήστηκε.
*Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. #Not true.
Θέλεις να επισκεφτείς κι εσύ τον…παράδεισο; Μάθε πληροφορίες εδώ: https://www.armenistis.gr/el/